top of page

Ο Κεμάλ Ατατούρκ απαγόρεψε τους αμανέδες στην Τουρκία γιατί ήταν «ξενόφερτοι», δηλαδή ελληνικοί. Την ίδια στιγμή, οι συντηρητικοί κύκλοι στην Ελλάδα ενοχλούνταν από τους αμανέδες, γιατί ήταν «ξενόφερτοι» δηλαδή τουρκικοί. Οι διαμάχες στις εφημερίδες για το ρεμπέτικο και οι φωνές που ζητούσαν την απαγόρευση αυτής της «χυδαίας» ανατολίτικης μουσικής έδωσαν το έναυσμα για τα επόμενα.

 

Την απόλυτη λογοκρισία, σχεδόν απαγόρευση, του ρεμπέτικου όπως το ξέραμε, που έγινε το 1936, με τη δικτατορία του Μεταξά. Άρχισαν οι διώξεις για το χασίς, έκλεισαν τους τεκέδες, και διώκονταν, βέβαια, και οι ρεμπέτες που είχαν άμεση σχέση με όλα αυτά - δεν τους επέτρεπαν πια να παίζουν. Συγκεκριμένα, τον Βαμβακάρη τον υποχρέωσαν να κλείσει την ταβέρνα που είχε ανοίξει, στην οποία έπαιζε ο ίδιος με την κομπανία του. Εκτός απ' αυτό άρχισε και η λογοκρισία των τραγουδιών, που επρόκειτο να εγγραφούν σε δίσκους, επειδή τα θέματα τους αναφέρονταν στη φυλακή, στο χασίσι και στη ζωή αυτών που κάπνιζαν. Κάθε μελωδία που θύμιζε το ανατολίτικο παρελθόν του λαού μας και κάθε αντικοινωνικό ή περιθωριακό κατά τη γνώμη τους θέμα (όπως η φτώχεια, η μετανάστευση, οι φυλακές, οι ουσίες, ακόμη και η χιουμοριστική Βαρβάρα) λογοκρίνονταν, απορρίπτονταν και καταστρέφονταν δημόσια.  Οι ρεμπέτες συμμορφώθηκαν. Εκτός από το  Βαγγέλη Παπάζογλου που δεν καταδέχτηκε ποτέ να υποβάλλει ούτε ένα τραγούδι «προς έγκρισιν» και τον Γιοβάν Τσαούς. Χαρακτηριστική για όλους τους άλλους είναι η αντίδραση του Μάρκου Βαμβακάρη, όπως καταγράφεται στην «Αυτοβιογραφία» του, που γράφτηκε δεκαετίες αργότερα και λίγο πριν το θάνατό του: «Εσταμάτησα. Έγραφα εκείνα που έπρεπε να γράψω. (…). Ό,τι έλεγε ο Μεταξάς έπρεπε να γίνει».

 

Η πραγματική αιτία του διωγμού ήταν ότι η δικτατορία του Μεταξά, με πρόσχημα τα «χασικλίδικα» ρεμπέτικα και τους «ξενόφερτους αμανέδες», θέλησε να βάλει τέλος σε ένα είδος μουσικής και τραγουδιού που όχι μόνον ενοχλούσε τα ευρωπαιοτραφή ώτα των κυβερνώντων αλλά και θύμιζε τις ευθύνες τους σε αυτούς που συνέβαλαν στη μεγάλη εθνική καταστροφή του 1922. Επιπλέον, τα τραγούδια αυτά ήταν ακόμη πιο «επικίνδυνα» σε κοινωνικό επίπεδο, αφού είχαν τη δυνατότητα να διαπερνούν την κοινωνική πυραμίδα και να λειτουργούν ενωτικά για ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, πέραν αυτών που ζούσαν εξαθλιωμένα στις προσφυγικές συνοικίες.

 

 

Έτσι, από το 1936 και μετά τα θέματα των τραγουδιών άλλαξαν αναγκαστικά. Μιλούν πια μόνο για την αγάπη, τη ζήλια, την ξενιτιά, τη φτώχεια, το κρασί, την ταβέρνα, τη ζωή στους συνοικισμούς του αστικού κέντρου. Πέρα από τη λογοκρισία των στίχων οι συνέπειες των παρεμβάσεων και στις μελωδίες ήταν ανεπανόρθωτες και δεν αποκαταστάθηκαν.

 

Η νέα «τάξη πραγμάτων» εν τέλει επιτάχυνε τη διείσδυση της δυτικής προσέγγισης στη μουσική και δημιούργησε το ανάλογο κλίμα. Φυσικά, η λογοκρισία συνεχίστηκε και μετά το διάλειμμα της Κατοχής, επικεντρωμένη τώρα αποκλειστικά στο στίχο, με στόχο το δίδυμο «ουσίες - επιπτώσεις Εμφύλιου». Με την εξαίρεση λίγων μηνών μέσα στο 1946, όπου πρόλαβαν να «χτυπηθούν» κάποια τραγούδια, η λογοκρισία επανήλθε και παρέμεινε, έτσι, χωρίς ουσιαστική διακοπή, από το 1937 μέχρι τις δεκαετίες του ’70 και του ’80.

 

 

 

ΜΕΤΑΞΑΣ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

bottom of page