top of page

ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ

 

Από τους πιο αγαπητούς σύγχρονους έλληνες πεζογράφους.

 

Ο Αριστομένης Κουμανταρέας γεννήθηκε στις 17 Μαΐου 1931 στην Αθήνα. Το 1948 έζησε για έξι μήνες κοντά στον αδερφό του πατέρα του στο Λονδίνο, όπου ήρθε σε επαφή με την εκεί πολιτιστική κίνηση. Τον επόμενο χρόνο αποφοίτησε από το Πρότυπο Λύκειο Αθηνών και τη συνέχεια σπούδασε νομικά και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Εργάστηκε για είκοσι χρόνια ως υπάλληλος σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρειών.

 

Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1961, με μεταφράσεις έργων των Αλμπέρτο Μοράβια, Έρνεστ Χέμινγουεϊ και Τζέιμς Τζόις, στο περιοδικό «Ταχυδρόμος». Το πρώτο βιβλίο του, η συλλογή διηγημάτων «Τα μηχανάκια», κυκλοφόρησε το 1962 και περιλαμβάνει ιστορίες καταπιεσμένων εφήβων της εποχής, που αναζητούν διέξοδο στις παρορμήσεις και τα όνειρά τους. 

Κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας πήρε μέρος στην αντιστασιακή έκδοση «Δεκαοχτώ Κείμενα» και οδηγήθηκε τρεις φορές σε δίκη για το δεύτερο βιβλίο του «Το αρμένισμα», που είχε τιμηθεί με κρατικό βραβείο διηγήματος. Το 1969 αποδέχθηκε υποτροφία του ιδρύματος «Φορντ», η οποία συνετέλεσε στην ολοκλήρωση του μυθιστορήματός του «Βιομηχανία Υαλικών» και το 1972 σπούδασε με υποτροφία στο Βερολίνο για έξι μήνες.

Το βιβλίο του «Δύο φορές Έλληνας», μία τοιχογραφία της ελληνικής κοινωνίας από το 1949 έως το 1990, αποτέλεσε μεγάλη εκδοτική επιτυχία το 2001. Κείμενά του δημοσιεύτηκαν σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, όπως τα «Εκλογή», «Επιθεώρηση Τέχνης», «Τραμ», «Ηριδανός», «Ο Ταχυδρόμος», «Οδός Πανός», «Η Λέξη».

Τιμήθηκε τέσσερις φορές με το κρατικό βραβείο πεζογραφίας (1967 για το «Αρμένισμα», 1975 για τη «Βιοτεχνία Υαλικών», το 1997 για τη συλλογή «Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω» και το 2002 για τον «Ωραίο Λογαχό»). Το 2001 έλαβε το βραβείο Blue Book για το μυθιστόρημά του «Ο ωραίος λοχαγός». Το 2008 η Ακαδημία Αθηνών τον τίμησε για το σύνολο του έργου του. Σε εκείνη την τελετή βράβευσης ο Μένης Κουμανταρέας δήωσε μεταξύ άλλων:  "...θα έπρεπε τα βραβεία να τα παίρνουμε νέοι, να μας δίνουν αυτοπεποίθηση, λεφτά και κουράγιο. Θυμάμαι όμως, μολονότι βραβευμένο το δεύτερο βιβλίο μου, Το αρμένισμα, δικάστηκε επί χούντας τέσσερις φορές και παραλίγο να καεί. Το τελευταίο , Το σόου είναι των Ελλήνων, σκεπάζεται τώρα από τους καπνούς των δακρυγόνων και τα δάκρυα για τον χαμό ενός νέου ανθρώπου αλλά και από τον φριχτό πόλεμο στη Μέση Ανατολή."

 

Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ρωσικά γερμανικά, ενώ ο ίδιος μετέφρασε κυρίως αγγλοσάξωνες συγγραφείς. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και από το 1982 ως το 1986 διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Λυρικής Σκηνή.

 

Το 1971 έγραψε το σενάριο της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη «Το προξενιό της Άννας», ενώ τρία δικά του έργα μεταφέρθηκαν στο θέατρο, τη μικρή και τη μεγάλη οθόνη: «Κυρία Κούλα» (το 1983 στην τηλεόραση σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου και το 1987 στο θέατρο σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη), «Τα Καημένα» (το 1987 για την τηλεόραση σε σκηνοθεσία Γιάννη Διαμαντόπουλου) και «Η φανέλα με το 9» (το 1988 για τον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία Παντελή Βούλγαρη).

 

Ο Μένης Κουμανταρέας τοποθετείται χρονολογικά στη λεγόμενη δεύτερη μεταπολεμική γενιά της ελληνικής πεζογραφίας. Η γραφή του κινείται στα όρια ανάμεσα στον κοινωνικό ρεαλισμό με έμφαση στην απεικόνιση των αλλοτριωτικών κοινωνικών μηχανισμών και την ποιητική έκφραση του αισθήματος της φθοράς και της χαμένης αθωότητας της νεανικής ηλικίας.

 

Ο Μένης Κουμανταρέας βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του στην Κυψέλη τα ξημερώματα της 6ης Δεκεμβρίου 2014. Η αστυνομία αποδίδει το θάνατο του σε εγκληματική ενέργεια.

 

Εργογραφία

 

Πεζογραφία

  • Τα μηχανάκια (Φέξης, 1962)

  • Το αρμένισμα (Κολλάρος, 1967)

  • Τα καημένα (Κέδρος, 1972)

  • Βιοτεχνία υαλικών (Κέδρος, 1975)

  • Η κυρία Κούλα (Κέδρος,1978)

  • Το κουρείο (Κέδρος, 1979)

  • Σεραφείμ και Χερουβείμ (Κέδρος, 1981)

  • Ο ωραίος λοχαγός (Κέδρος,1982)

  • Η φανέλλα με το εννιά (Κέδρος, 1986)

  • Πλανόδιος σαλπιγκτής (Κέδρος, 1989)

  • Η συμμορία της άρπας (Κέδρος, 1993)

  • Θυμάμαι τη Μαρία (Καστανιώτης, 1994)

  • Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω (Κέδρος, 1996)

  • Δύο φορές Έλληνας (Κέδρος, 2001)

  • Nώε (Κέδρος, 2003)

  • Η γυναίκα που πετάει (Κέδρος, 2006)

  • Θυμάμαι την Μαρία (Καστανιώτης, 2007)

  • Το Show είναι των Ελλήνων (Κέδρος, 2008)

  • Σ’ ένα στρατόπεδο άκρη στην ερημιά (Κέδρος, 2009)

  • Ξεχασμένη φρουρά (Καστανιώτης, 2010)

  • Οι αλεπούδες του Γκόσπορτ (Κέδρος, 2011)

  • Ο θησαυρός του χρόνου (Πατάκης, 2014)

 

Μεταφράσεις

  • Χέρμαν Χέσε, Ντέμιαν (1961)

  • Κάρσον ΜακΚάλερς, Η μπαλάντα του λυπημένου καφενείου (1969)

  • Γουίλιαμ Φόκνερ, Καθώς ψυχορραγώ (1970)

  • Λιούις Κάρολ, Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων (1972)

  • Γκέοργκ Μπίχνερ, Λεντς (1977)

  • Χέρμαν Μέλβιλ,, Μπάρτεμπλυ ο γραφιάς και άλλες ιστορίες (Οδυσσέας, 1980)

  • Φ.Σ. Φιτζέραλντ , Το πλουσιόπαιδο (1980, 1996)

  • Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Οι φονιάδες (Κέδρος, 1995)

  • Ε.Α Πόε, Στη δίνη του Μάελστρομ (Κέδρος, 1995)

  • Χέρμαν Μέλβιλ, Τρεις απόκληροι. Μπάρτλεμπυ, ο γραφιάς. Ο βιολιστής. Τζίμυ Ρόουζ (Καστανιώτης, 2010)

 

(Κύρια πηγή πληροφοριών: www.sansimera.gr)

 

Απόσπασμα από τη Βιοτεχνία υαλικών

 

Θυμόταν το γάμο της που είχε συμπέσει με την ημέρα της γιορτής της, τέσσερις Δεκεμβρίου, της Αγίας Βαρβάρας, κι έγινε στο Άγιο Παύλο στο Μεταξουργείο. Είχαν έρθει συγγενείς και φίλοι από το Αίγιο, σε ημιφορτηγά και τρίκυκλα, φορτωμένοι καλαθούνες και πανέρια. Οι γυναίκες κρατούσαν στα χέρια αγκαλιές λουλούδια κι οι άντρες μασούσαν τα μουστάκια τους και παίζανε κομπολογάκι. Μιλούσαν όλοι μαζί και κουνούσαν τα χέρια στον αέρα, και κάπου κάπου, υψωνόταν ένα στρίγκλικο γέλιο, σα βεγγαλικά  Αντίθετα, οι συγγενείς του αντρός της σώπαιναν με γυρισμένες τις πλάτες. Εκείνοι, θυμόταν, είχαν έρθει με ταξιά οι άντρες με ασημένια μανικετόκουμπα, οι γυναίκες γαντοφορεμένες, με καπελίνες. Ακόμα είχε τις φωτογραφίες τους φυλαγμένες σε μια κασέλα. Πόζες που ο χρόνο πάγωσε- χαμόγελα, τούλια, κουφέτα. Αυτή ήταν η πρώτη και στερνή φορά που τα δυο σόγια σμίξαν. Στην έξοδο είχε πιάσει δυνατή βροχή, και μέσα σε λίγα λεφτά η σύναξη σκορπίστηκε. 
Στο μεταξύ, στο σπίτι της Αχαρνών, στην οδό Πιπίνου, περίμεναν τα δώρα. Δώρα να δουν τα μάτια σου. Αν εξαιρέσεις μια χρωμολιθογραφία που έδειχνε τις σταφιδαποθήκες στην παραλία του Αίγιου- αυτές που τώρα έμεναν άδειες και μαυρισμένες- κι ένα σερβίτσιο ασημένιο κουταλάκια του γλυκού, όλα τ'άλλα είχαν κάνει φτερά. Τα φανταζόταν να ταξιδεύουν στον ουρανό- κατσαρόλες από του Σγούρδα, κιλίμια από το Αίγιο και χαλιά από την Εθνική Ταπητουργία, κιτρινιασμένες νταντέλες από τις προγιαγιάδες τους και γλάστρες με γαρδένιες από του Φλεριανού, όλα κρεμασμένα σε ράμφη πελαργών, αντίς για μωρά- αυτά που δεν είχα έρθει. 
Έτσι απαράλλαχτα, ταξίδεψαν και οι άνθρωποι του σπιτιού. Ο θείος ο Αχιλλέας,μικρός αδελφός του πατέρα της, μαυραγορίτης στην κατοχή, στίγμα σε μια οικογένεια που είχε βγάλει αντάρτες στο βουνό, κι ο μόνος απ'όλο το σόι που πρόκοψε οικονομικά. Τον βρήκαν, θυμόταν, μέσα στην μπανιέρα του, από αποπληξία είπαν, με το ασπρουδερό δέρμα του όλο πτυχές και ζάρες και τα μικρά άπληστα μάτια του πεταγμένα έξω. Ήταν ακόμα η θεία Ντίνα με τις συνταγές της για σπανακόπιτα και ραβανί, αυτή που στην κατοχή έκρυβε τις χειροβομβίδες το γιου της μέσα στο σακούλι με τα φασόλια, και που κατέληξε, κακήν- κακώς, να πάει από μοτοσικλέτα. Ο Πάρις, μικρανιψιός του πατέρα της, ένα ψηλό Επονιτάκι σωστός λεβεντονιός, τσίφτη τον φώναζαν όλοι, αυτός που αργότερα, το Δεκέμβρη* έκανε τα αίσχη. Έτσι τουλάχιστον διατεινόταν ο στρατοδίκης που τον είχε καταδικάσει. Και ήσαν άλλοι φίλοι και συνάδελφοι, ο Τάκης, ο Αλέκος, η Νανά, που είχαν δοκιμάσει τα μύρια όσα στη Μακρόνησο και στη Γυάρο, άλλοι χορταριασμένοι κι άλλοι φευγάτοι στις ανατολικές χώρες, όπως ο φίλος τους ο Σαραντής με τη μηχανή του Κόντακ και το ωραίο του μαύρο, σαν μεταξωτό, μουστάκι, σ'αντίθεση με τους δεξιούς της εποχής που ήσαν όλοι ξυρισμένοι. Ακόμα είχε στο μυαλό της τα τραγούδια που έλεγαν στις εκδρομές στον Κόκκινο Μύλο [...] 


 

 

© 2014 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΩΝ

bottom of page