top of page

Ρόζα Λούξεμπουργκ 1871 - 1919

του Angel Green

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ρόζα Λούξεμπουργκ

 

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ υπήρξε μία από τις πλέον αγνές, συνεπείς και ανεξάρτητες μορφές του παγκόσμιου σοσιαλιστικού κινήματος. Γεννήθηκε το 1871 στο Ζάμοστς της ρωσοκρατούμενης Πολωνίας και ήταν το μικρότερο από πέντε παιδιά εβραίων μικροαστών γονέων προοδευτικής νοοτροπίας και κοσμοπολίτικων αντιλήψεων. Όταν η Ρόζα ήταν πέντε ετών η ζωή της κινδύνεψε από βαριά αρρώστια η οποία της άφησε ισόβια αναπηρία στο ένα της πόδι. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ανέπτυξε παράνομη πολιτική δράση από τα γυμνασιακά της χρόνια στη Βαρσοβία. Στα 18 της χρόνια, το 1889, αφενός για να αποφύγει τη σύλληψη, όπως έκαναν και πολλοί συμπατριώτες της εκείνη την εποχή, και αφετέρου για να συνεχίσει τις σπουδές της, η Ρόζα μετανάστευσε στην Ελβετία όπου σπούδασε νομικά και πολιτική οικονομία.

 

Κατά τα φοιτητικά της χρόνια στη Ζυρίχη η Λούξεμπουργκ γνώρισε πολλούς εξέχοντες ρώσους σοσιαλδημοκράτες, όπως ο Πλεχάνοφ, ο Αξελροντ και άλλοι. Από εκείνη την περίοδο χρονολογείται και ο δεσμός της με τον ομοϊδεάτη της Λέο Γιόγκιχες, ο οποίος υπήρξε ισόβιος φίλος της και για μια εποχή εραστής της. Το 1898 η Λούξεμπουργκ πήρε το διδακτορικό της δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε τον Γκούσταφ Λύμπεκ, για να αποκτήσει τη γερμανική υπηκοότητα, και εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο με τον σκοπό να εργαστεί στις τάξεις του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, του ισχυρότερου της Δευτέρας Διεθνούς.

 

Ήδη τότε η Λούξεμπουργκ είχε εκφράσει οξύτατες θεωρητικές διαφωνίες τόσο με το πολωνικό όσο με το ρωσικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Το κυριότερο σημείο της αντίθεσής της αφορούσε το ζήτημα της πολωνικής αυτοδιάθεσης την οποία πρέσβευαν και τα δύο αυτά κόμματα. Η Λούξεμπουργκ πίστευε ότι η αυτοδιάθεση στην ουσία εξασθένιζε το παγκόσμιο σοσιαλιστικό κίνημα και άλλο δεν έκανε παρά να ενισχύει την κυριαρχία της αστικής τάξης στα κράτη που αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους. Για τη Λούξεμπουργκ η μεγάλη δύναμη του σοσιαλιστικού κινήματος ήταν ο διεθνιστικός χαρακτήρας του.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Άλλος στόχος της διαφωνίας της Λούξεμπουργκ υπήρξε ο γερμανός σοσιαλδημοκράτης Εντουαρντ Μπερνστάιν, ο πατέρας του ρεβιζιονισμού, ο οποίος υποστήριζε ότι η μαρξιστική θεωρία είχε ανάγκη από ριζική αναθεώρηση, κυρίως ως προς το θέμα της αναγκαιότητας της επανάστασης. Ο Μπερνστάιν διατύπωσε την άποψη ότι, κυρίως στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες, η επανάσταση ως μέσον για την κοινωνική μεταβολή είχε καταστεί πλέον περιττή και ότι οι σοσιαλιστές όφειλαν να επιδιώξουν την πραγματοποίηση των σκοπών τους από τον δρόμο της κοινοβουλευτικής και της συνδικαλιστικής δράσης. Με το έργο της "Κοινωνική μεταρρύθμιση ή επανάσταση;" (1900) η Λούξεμπουργκ αντιτάχθηκε σθεναρά σε αυτές τις απόψεις εμμένοντας αταλάντευτα στην ανάγκη της επανάστασης ως μέσου για την κοινωνική αλλαγή.

 

Συνεχίζοντας την έντονη πολιτική δράση της με πολλές δημοσιεύσεις, ομιλίες και συγκρότηση διαδηλώσεων και σε διαρκή σύγκρουση με τις αρχές η Ρόζα Λούξεμπουργκ πολεμούσε πάντοτε σε δύο μέτωπα: στο ένα αντιμετώπιζε τον αιώνιο πολιτικό και ταξικό εχθρό, την αστική τάξη, και στο άλλο τους ομοϊδεάτες της σοσιαλιστές. Επικριτική ήταν η στάση της και απέναντι στον Λένιν σε πολλά σημεία της θεωρίας και της πρακτικής του. Η σχετική κριτική της συνοψίζεται θαυμάσια στα λόγια που απηύθυνε στον Λένιν επισημαίνοντάς του ότι δεν είχε επιβάλει τη δικτατορία του προλεταριάτου, όπως διατεινόταν, αλλά δικτατορία επί του προλεταριάτου.

 

Στα χρόνια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου η Λούξεμπουργκ πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα στη φυλακή. Διαφωνώντας με το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, που υποστήριζε τη γερμανική πολεμική προσπάθεια, η Λούξεμπουργκ ίδρυσε μαζί με τον Καρλ Λίμπκνεχτ την Ενωση Σπάρτακος η οποία είχε ως σκοπό τον τερματισμό του πολέμου και αργότερα μετεξελίχθηκε στο γερμανικό κομμουνιστικό κόμμα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Θεωρητικός και δημοσιολόγος της επανάστασης

 

Η διεύθυνση μιας εφημερίδας ήταν παλιά υπόθεση για τη Ρόζα: Φοιτήτρια ακόμα έγραφε σχεδόν μόνη της και εκτύπωνε στην Ελβετία και στο Παρίσι την πολωνική εφημερίδα "Εργατική Υπόθεση", που εξέδιδε η –κυρίως ακόμα τότε φοιτητική– ομάδα της με την ονομασία Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του Βασιλείου της Πολωνίας.

 

Και ήταν η πρώτη γυναίκα που είχε χρηματίσει διευθύντρια ή αρχισυντάκτρια των σημαντικότερων από τις περισσότερες από 30 ημερήσιες εφημερίδες που εξέδιδε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD), συμπεριλαμβανομένου και του κεντρικού οργάνου του "Vorwaerts" (Εμπρός).Σε καθεμιά απ’ αυτές, για λίγους μήνες, καθώς οι διαφωνίες για την πολιτική τους κατεύθυνση κατέληγαν συνήθως στην, όχι χωρίς ομηρικές μάχες, αποχώρησή της.

 

Είτε μέσα από τις φυλακές της Μπάρνιμ Στράσε, είτε μέσα από το Φρούριο του Βρόνκε στην Γερμανική Πολωνία, είτε μέσα από τις φυλακές του Μπρεσλάου, στη διάρκεια του πολέμου είχε γράψει το μεγαλύτερο μέρος των άρθρων (συμπεριλαμβανομένης και της περίφημης "Μπροσούρας του Γιούνιους"), που κυκλοφορούσαν παράνομα ως δελτίο με την ονομασία Επιστολές του Σπάρτακου, φθάνοντας μέχρι τα χαρακώματα στο Ανατολικό και στο Δυτικό Μέτωπο.

 

"Υπήρξα, υπάρχω, θα υπάρξω"

Έτσι τελείωνε το τελευταίο (15/1/1919) κύριο άρθρο της Ρόζας Λούξεμπουργκ στην εφημερίδα "Die Rote Fahne" (Η Κόκκινη Σημαία), την οποία η Ρόζα διηύθυνε  –τυπικά από κοινού με τον Καρλ Λίμπκνεχτ, στην πραγματικότητα μόνη της, καθώς ο Λίμπκνεχτ δεν προλάβαινε να περάσει ούτε απ’ τα γραφεία– τις μέρες της Νοεμβριανής Επανάστασης του 1918.

 

Η εφημερίδα "Die Rote Fahne", που η  ίδια είχε στήσει μόλις απελευθερώθηκε από τη φυλακή, στις 10 Νοεμβρίου του 1918, όπου είχε περάσει σχεδόν ολόκληρο τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρξε όργανο αρχικά της Ένωσης Σπάρτακος και στη συνέχεια του νεοσύστατου την Πρωτοχρονιά του 1919,  Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας.

 

Με το τελευταίο άρθρο της, που έμελλε ν’ αποτελέσει και την πολιτική της διαθήκη, η Ρόζα απαντούσε στο κυβερνητικό ανακοινωθέν της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης του Προέδρου των Λαϊκών Αντιπροσώπων Έμπερτ, που άρχιζε με τη φράση "Η τάξη επικρατεί στο Βερολίνο".

 

 

15 Ιανουαρίου 1919

Στις 15 Ιανουαρίου του 1919, στρατιωτικά και παραστρατιωτικά ακροδεξιά αποσπάσματα, τα Freikorps, κατ’ εντολή της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Γερμανίας που είχε επικηρύξει το κεφάλι της με 100.000 μάρκα, συνέλαβαν και δολοφόνησαν τη Ρόζα Λούξεμπουργκ μαζί με τον Καρλ Λίμπνεχτ και άλλους συντρόφους της.

Ο θάνατος της Λούξεμπουργκ και του Λίμπνεχτ, όπως και χιλιάδων επαναστατημένων εργατών του Βερολίνου, σηματοδότησε το τέλος της, άγνωστης σε πολλούς, γερμανικής επανάστασης του 1918-19 και σταθεροποίησε την προσωρινή καπιταλιστική εξουσία, όχι πια με το αυτοκρατορικό καθεστώς του Κάιζερ, που είχε γκρεμιστεί από τις μάζες το 1918, αλλά με τη μορφή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τη «Δημοκρατία της Βαϊμάρης».

 

 

« Δημοκρατία της Βαϊμάρης »

Ήταν η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, που εγκαθιδρύθηκε στη Γερμανία με την κατάργηση της μοναρχίας και με την υιοθέτηση νέου συντάγματος από τη Γερμανική Εθνοσυνέλευση, στην πόλη Βαϊμάρη της Θουριγγίας (28/2/1919) μετά την προλεταριακή επανάσταση του Νοέμβρη του 1918, που βεβαίως δε νίκησε. Η συντακτική εθνοσυνέλευση που εκλέχτηκε το Γενάρη του 1919 και η υιοθέτηση του Συντάγματος της Βαϊμάρης (4-28 Φλεβάρη), κατέγραφαν την εδραίωση της εξουσίας των αστών.

Το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, σε σύγκριση με το προηγούμενο του Βίσμαρκ (1871) εμπεριείχε πιο προωθημένες διατάξεις (όπως η γενίκευση του δικαιώματος ψήφου σε όλους τους «πολίτες» άνω των 20 ετών, η δυνατότητα διεξαγωγής δημοψηφισμάτων κ.λπ.), που απλά απέβλεπαν στην πρόσδεση του λαού στα συμφέροντα των καπιταλιστών. Αλλά το άρθρο 48 του Συντάγματος έδινε στον Πρόεδρο της χώρας που εκλεγόταν με άμεση ψηφοφορία από το λαό να αναστέλλει όλες τις συνταγματικές ελευθερίες και να διατάσσει την επέμβαση των Ενόπλων Δυνάμεων, στην περίπτωση «που παρεμποδίζεται σημαντικά ή απειλείται η δημόσια ασφάλεια και τάξη» (αντίστοιχες διατάξεις έχουν όλα τα αστικά συντάγματα.)

Αυτό το άρθρο αξιοποιήθηκε κατά κόρον την περίοδο 1919-1933 για την καταστολή εργατικών απεργιακών αγώνων, για τη διάλυση συνταγματικά εκλεγμένων κυβερνήσεων των κρατιδίων όταν αυτές δεν ταίριαζαν απόλυτα με τις επιδιώξεις των καπιταλιστών, για το πέρασμα στην ανοιχτή φασιστική δικτατορία των εθνικοσοσιαλιστών.

Όλη την περίοδο 1919-1932, στην κυβέρνηση το σοσιαλδημοκρατικό και τα άλλα αστικά κόμματα είτε εναλλάσσονταν, είτε συγκυβερνούσαν. Και βέβαια δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τη Γερμανία έξω από τη δίνη της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης του 1929. Η οικονομική κρίση στον καπιταλισμό είναι νομοτελειακή.

Το 1932, καθώς είναι σημαντική η επίδραση της οικονομικής κρίσης, η δράση των κομμουνιστών, η άνοδος της επιρροής τους και, κατά συνέπεια, η άνοδος του οργανωμένου εργατικού κινήματος, οι αστοί δρομολογούν με το Σύνταγμα της Βαϊμάρης την άνοδο του Χίτλερ

bottom of page